- συστασιαστής
- соучастник или сообщник в восстании.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
συστασιαστής — fellow rioter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστασιαστής — ο, ΝΑ [συστασιάζω] αυτός που μετέχει με άλλους σε στάση («ἦν δὲ... ὁ Βαραββᾱς μετὰ τῶν συστασιαστῶν δεδεμένος», ΚΔ) … Dictionary of Greek
συστασιαστῶν — συστασιαστής fellow rioter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԽՌՈՎԻՉ — (վչի, չաց.) NBH 1 0986 Chronological Sequence: Early classical, 10c ա. ταράσσων, συστασιαστής conturbans, seditiosus. որ եւ ԽՌՈՎԵՑՈՒՑԻՉ. Վրդովիչ, խռովարար. ... *Հրձիգ արար զխռովիչսն ժողովրդեան իւրոյ: Ժողովեցան առ նա ամենայն խռովիչք ժողովրդեանն:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)